- ληξίφωτος
- ληξίφωτοςwaningmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ληξίφωτος — ληξίφωτος, ον (Α) αυτός που κοντεύει να σβήσει, ο αμυδρός στον φωτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι (< θ. ληξ τού λήγω, πρβλ. λήξη) + φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. αυξί φωτος, πλησί φωτος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… … Dictionary of Greek
ληξιφωτώ — ληξιφωτῶ, έω (Α) [ληξίφωτος] υφίσταμαι ελάττωση τού φωτός μου, χάνω σιγά σιγά το φως μου, σβήνω … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek